-
1 εχινος
v. l. ἐχίνος ὅ1) (тж. ἐ. χερσαῖος Arst., Plut.) еж (Erinaceus Europaeus L.) Arst., Plat., Plut.2) (тж. ἐ. θαλάττιος, πόντιος или πελάγιος Arst.) морской еж ( Sphaerechinus esculentus) Plat., Arst.3) «еж» (сосуд, в котором хранились за печатями документы сторон, подлежавшие оглашению на судебном заседании) Dem.4) кувшин Arph.5) шип мундштучного грызла(ἐχῖνοι τοῦ χαλινοῦ Xen.)
6) «книжка» (omasum)( третий желудок жвачных) Arst.
См. также в других словарях:
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek